ὅραμα

ὅραμα
ὅραμα, ατος, τό (ὁράω; X. et al.) in our lit. of extraordinary visions, whether the pers. who has the vision be asleep or awake.
someth. that is viewed with one’s eye, someth. seen, sight, vision (acc. to Artem. 1, 2 p. 5, 19 ὅραμα is someth. that can actually be seen, in contrast to 5, 17 φάντασμα=a figment of the imagination; PCairGoodsp 3, 5 [III B.C.]; PParis 51, 38 [160 B.C.]=UPZ 78 τὸ ὅραμα τοῦτο ὸ̔ τεθέαμαι; Ex 3:3; Dt 4:34; Da 7:1; En 99:8; TestAbr A 4 p. 81, 13 [Stone p. 10] ἀναγγελεῖ τὸ ὅραμα; TestLevi 8:1 εἶδον ὅραμα; 9:2) of the Transfiguration Mt 17:9. Of God’s appearance in the burning bush Ac 7:31. Cp. Ac 10:17, 19; 11:5; 12:9; 16:9f (Appian, Bell. Civ. 4, 134 §565 Brutus, when he is about to cross over ἐκ τῆς Ἀσίας ἐς τὴν Εὐρώπην … νυκτός sees someth. that appeared to him [ὄψιν ἰδεῖν]: a φάσμα—not a human being, not a god, but a δαίμων κακός—stands at his side and speaks to him; cp. Philostrat., Life of Apollonius 4, 34 on a change of plan prompted by a dream [ὄναρ]); Hv 4, 2, 2. ἐπιδεικνύναι τινὶ ὅραμα show someone a vision 3, 2, 3. δεικνύναι τινὶ ὁράματα (w. ἀποκαλύψεις) 4, 1, 3. ἀποκαλύπτειν τὰ ὁράματα reveal the visions (double sense, as in the original, which can be understood of the visions themselves or of the interpretation of their mng.) 3, 4, 3.
the act by which the recipient of a vision is granted a vision, or the state of being in which the pers. receives a vision, vision (SIG 1128 καθʼ ὅραμα; LXX) of the Lord: εἰπεῖν ἐν νυκτὶ διʼ ὁράματος say at night in a vision Ac 18:9. ἐν ὁράματι (Gen 15:1; 46:2 εἶπεν ὁ θεὸς ἐν ὁρ. τῆς νυκτός; Da 7:13) εἶδεν ἐν ὁρ. ἄγγελον (cp. TestJud 3:10) Ac 10:3. Cp. 9:10, 12. βλέπειν ἐν ὁρ. τῆς νυκτός Hv 3, 10, 6. [τοῦ παιδὸ] τ̣ο̣υ̣ [διελ]θόντο ἐν ὁρό(=ά)ματι διὰ [τοῦ κεκλεισμένου] κοιτῶ̣[νο] [the youth] who, in (Paul’s) vision, had entered through [the closed] bedroom AcPl Ha 5, 31f. ἐν ὁράματι ἰδ[ούση] τὸν κύριον having seen the Lord in a vision Ox 3525, 19. Ox 1224 Fgm. 2 recto, II, 3 (=Kl. T. 83, p. 26, 10) Ἰῆ [ἐ]ν ὁράμα[τι λέγει]. S. ὅρασις 3, ὄναρ, and πνεῦμα 6f.—DELG s.v. ὁράω. M-M. TW. EDNT.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όραμα — το (ΑΜ ὅραμα) 1. αυτό που βλέπει κανείς με τα μάτια του, θέαμα («φαμὲν γὰρ ὁράματα καὶ ἀκούσματα εἶναι ἡδέα», Αριστοτ.) 2. ό,τι βλέπει κανείς στον ύπνο του ή σε έκσταση, οπτασία («δεν ήτον τούτο όνειρο, μα ν όραμα, Φροσύνη», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • όραμα — το, ατος ό,τι βλέπει κανείς, θέαμα, οπτασία: Ζήσε με το όραμα μιας ελεύθερης κι ανεξάρτητης πατρίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὅραμα — ὅρᾱμα , ὅραμα that which is seen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • ουτοπία — Ο όρος παράγεται από τις λέξεις ου και τόπος και σημαίνει όραμα ή λόγο που αναφέρεται στο μη πραγματικό, στο αντίθετο δηλαδή εκείνου που υπάρχει και ενεργεί πραγματικά. Η λέξη έχει την προέλευση της από το έργο του σερ Τόμας Μουρ Ουτοπία, ο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”